- δερματινος
- δερμάτινος3(ᾰ)1) кожаный
(τροποί Hom.; ἀσπίς Her.)
2) меховой(σισύρα Plat.)
3) кожистый(ὑμήν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τροποί Hom.; ἀσπίς Her.)
(σισύρα Plat.)
(ὑμήν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δερμάτινος — of skin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερμάτινος — η, ο (AM δερμάτινος, η, ον) κατασκευασμένος από δέρμα, πέτσινος («παπούτσια δερμάτινα», «δερμάτινη ζώνη», «ἀσπίδας δερματίνας») … Dictionary of Greek
δερμάτινος — η, ο αυτός που είναι φτιαγμένος από δέρμα: Τα δερμάτινα ρούχα είναι πολύ ακριβά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δερματίνων — δερμάτινος of skin fem gen pl δερμάτινος of skin masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερμάτινον — δερμάτινος of skin masc acc sg δερμάτινος of skin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματίναις — δερμάτινος of skin fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματίνη — δερμάτινος of skin fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματίνην — δερμάτινος of skin fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματίνης — δερμάτινος of skin fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματίνοις — δερμάτινος of skin masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματίνοισι — δερμάτινος of skin masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)